θεουδής

θεουδής
θεουδής, -ές (Α)
1. ο ευσεβής, ο θεοφοβούμενος
2. ο θεοειδής.
επίρρ...
θεουδῶς (Α)
ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *θεο-δεής (*θεο-δFεής) < θεο-* + -δεής < δέος < δείδω (θ. δFειδ-). Η μορφή τού α' συνθετικού θεού- μπορεί να αποδοθεί σε αντέκταση μετά τη σίγηση τού -F- τού θ., ενώ δυσερμήνευτη είναι η μετατροπή τού -δεής σε -δής. Ίσως λόγω συγχύσεως με το β' συνθετικό -ειδής, όπως φαίνεται από τη χρήση τού επιθ. σε ορισμένους συγγραφείς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεουδής — fearing God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδῆ — θεουδής fearing God neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θεουδής fearing God masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θεουδής fearing God masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδεῖς — θεουδής fearing God masc/fem acc pl θεουδής fearing God masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδέα — θεουδής fearing God neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θεουδής fearing God masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδέας — θεουδής fearing God masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδέες — θεουδής fearing God masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδέος — θεουδής fearing God masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδέσι — θεουδής fearing God masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεουδέσιν — θεουδής fearing God masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”